- ὠμοτομοῦμεν
- ὠμοτομέωcutimperf ind act 1st pl (attic epic doric)ὠμοτομέωcutpres ind act 1st pl (attic epic doric)ὠμοτομέωcutimperf ind act 1st pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμοτομώ — έω, ΜΑ κόβω κάτι προτού ωριμάσει («ὠμοτομοῡμεν τὰ ἀποστήματα», Παυλ. Αιγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ] … Dictionary of Greek